Βαχιντέ: Μιά γυναίκα απ’ το Κομπάνι που ελπίζει στο δίκαιο ξημέρωμα του κόσμου.

Αφιερωμένο στην γυναίκα
Κείμενο-φωτογραφίες: Ειρήνη Προμπονά 


Οι μέρες παραμονής  της αποστολής έφταναν πια στο τέλος τους. Η ομάδα είχε χωριστεί σε τρία μέρη μιας και έπρεπε να καλυφθούν αντίστοιχα διαφορετικά θέματα.
 Βρέθηκα πάλι στο Σουρούτς αναζητώντας πρόσωπα. Ο καταυλισμός της Ροζάβα είναι πολύ κοντα στην πόλη. Ο ήλιος  είχε κάνει θριαβευτικά την εμφάνισή του και η ζέστη ήταν ήδη πολλή έντονη απο  νωρίς το πρωί.
 
Μαζί με την Κατερίνα και την Ντενίζ-εθελόντρια απο την Ισταμπούλ στο Σουρούτς-  που θα ήταν η διερμηνέας μας ξεκινήσαμε συζητώντας με προορισμό τον καταυλισμό της Ροζάβα. 
 Κι εδώ ίδια εικόνα όπως και τον καταυλισμό «Αρίν Μιρχάν»...σκηνές, άνθρωποι φιλόξενοι κι  ενα σχολείο μέσα στον καταυλισμό γεμάτο παιδιά.
 

 
Μέσα στον καταυλισμό της Ροζάβα υπάρχει μια σκηνή που οι γυναίκες κατασκευάζουν χειροτεχνήματα απο τσόχα . Οποιος θέλει ν’ αποκτήσει κάποια απο τα δημιουργήματα των γυναικών δίνει το ποσό που δύναται να δώσει -δεν υπάρχει  τιμολόγιο στα χειροτεχνήματα- και με τα χρήματα αυτά καλύπτεται  άμεσα  ενα μικρό μέρος  απο τις αναγκες των προσφύγων του καταυλισμού.
 
 

 
Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα στη σκηνή. Η Χελμπέστ εθελόντρια απο την Ισταμπούλ  με καλωσόρισε στη σκηνή ρωτώντας με αν είμαι απ’ την Ελλάδα. Της απάντησα καταφατικά.
 Στο βάθος της σκηνής μια γυναίκα καθόταν στη ραπτομηχανή της και δούλευε. Στο λαιμό της κρεμόταν  σε μεταγιόν το αστέρι του Κουρδιστάν.

 Με την βοήθεια της Ντενίζ έμαθα την ιστορία της ή καλύτερα τη ζωή της μέχρι τώρα...
 Η Βαχιντέ είναι 41 ετών και βρισκεται στον καταυλισμό 6 μήνες τώρα. Έφυγε απο τις πρώτες μέρες της επίθεσης στο Κομπάνι με  τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά της.  έχει 4 κορίτσια και 3 αγόρια.
 
 
Η μια κόρη της Βαχιντέ εδω και 8 χρόνια είναι στα βουνά με το PKK. Έφυγε απο κοντά της σε ηλικιας 14 χρονών για να προσχωρήσει στον ένοπλο αγώνα. Ο γιός της εδω και ενα χρόνο μάχεται τους τζιχαντιστές στο YPG πίσω στο Κομπάνι.
 «Είμαι πολύ περήφανη για τα παιδιά μου» μου λέει και χαμογελάει ενω μου τονίζει πως τ’ αγαπάει πολύ.
  «Απο τις πρώτες μέρες της φρίκης των επιθέσεων φύγαμε και πήγαμε στα σύνορα. Πολύ δύσκολα στην αρχή. Είχαμε εγκλωβιστεί. Τελικά όταν άνοιξαν τα σύνορα φτάσαμε εδω και εδω και πολλούς μήνες βρισκόμαστε στον καταυλιμό.
 
Στην αγκαλιά της τρυπώνει η πιο μικρή κόρη της  που μας κοιτάζει κάπως φοβισμένα με τα κατάμαυρα λαμπερά μάτια της.
 Καθώς την κοιτάζω να την κανακεύει και να την καθησυχάζει  την ρωτώ για το Κομπάνι. Τι νιώθει για όλα όσα εχουν γίνει, τι περιμένει να γίνει τώρα που το μεγαλύτερο μερος του εχει απελευθερωθεί... «Οταν κοιτάζω το Κομπάνι καιγεται η καρδιά μου» μου λέει και τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι απ’ τα μάτια της καθώς μου μιλά. Μου είναι αδύνατον να συγκρατήσω τα δικά μου δάκρυα  Τα λόγια αυτά  για το Κομπάνι ειπώθηκαν με τέτοια αγάπη, πόνο και δύναμη  που πριν καν μεταφράσει η Ντενίζ είχα αφουγκραστεί το νόημα χωρίς να γνωρίζω την γλώσσα. «Να ελευθερωθεί το συντομότερο εντελώς, να γυρίσουμε πίσω εκεί που νιώθουμε ευτυχισμένοι»  λέει ολοκληρώνοντας τον λόγο της δακρυσμένη  κι εγω εύχομαι μέσα απ’ τα δάκρυα τα δικά της, τα δικά μου αυτό να γίνει το συντομότερο δυνατόν.
 Αναπόφευκτα η συζήτηση γυρίζει στις γυναίκες μαχήτριες του ΥΡJ και τις σκληρές μάχες που εχουν δώσει εναντίον των τζιχαντιστών.
 
 
«Είμαι γυναίκα και υποστηρίζω τις μαχήτριες. YPJ και YPG  δουλεύουν μαζί δίνοντας ελπίδα στον λαό για ενα καλύτερο, πιο δίκαιο ξημέρωμα» δηλώνει η Βαχιντέ ενω το πρόσωπο και το βλέμμα της , αυτό το αγέρωχο μεγαλείο που την διακατέχει μοιαζει με σφραγίδα  σε συμβόλαιο με τη ζωή  και τη ζωή του λαού της,  που για να ευτυχίσει ελεύθερος πρέπει πρώτα να ρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο το θάνατο στις μάχες του Κομπάνι με τους τζιχαντιστές .
 
Αλήθεια πως  νιώθει γι αυτούς η Βαχιντέ;
 
«Λένε πως το κάνουν για την θρησκεία» μου  απαντά «ποια θρησκεία; Επιτίθενται σε μας και στα σπίτια μας. Μας σφάζουν, μας βιάζουν αυτό δεν είναι θρησκεία. Δεν είναι μουσουλμάνοι, δεν ειναι θρησκεία είναι τρελοί!»  λέει με ένταση και συνεχίζει: « Ο αδερφός μου πριν 2 χρόνια δούλευε στο Ιράκ φτιάχνοντας τούβλα. Τον είδαν  κάποιοι σαν κι αυτούς, ίδιοι (σημ. Εννοεί τους τζιχαντιστές)  να φορά ενα βραχιόλι με τα χρώματα του Κουρδιστάν. Του έσπασαν το χε΄ρι και τον απήγαγαν κι απο τότε έχουμε να μάθουμε νέα του. Δεν ξέρουμε τι απέγινε...» και σταματά τη διηγησή της...
 
Τωρα η ζωή της εξελίσσεται εδω και περιμένει πότε θα μπορέσει να πάει απέναντι...στο Κομπάνι.  Χαίρεται που βοηθά με τις χειροτεχνίες τον καταυλισμό, όποιους έχουν ανάγκη μα η καρδιά της, όπως και των περισσοτέρων, χτυπά στην απέναντι μεριά του συρματοπλέγματος...στο Κομπάνι.
 

 

Σχόλια