"Καιτούλα"

γράφει ο Γιώργος Κουτσούκος


Κυριακή μεσημέρι και ο Σίμος Ριζάκης ήταν κομμάτια από την κούραση της εβδομάδας. Γονάτισε πάνω στο κρεβάτι του, σήκωσε τα χέρια ψηλά και έπεσε μπρούμυτα. Σαν πυροβολημένος. Αποκοιμήθηκε. Δεν ήταν μόνο ότι δούλευε έξι μέρες την εβδομάδα αλλά και ότι «χτύπαγε» δεκάωρα για να «βγει» η δουλειά. Στο τέλος, το μόνο που έβγαινε βέβαια ήταν η ψυχή του. Το σουπερμάρκετ, στο οποίο δούλευε τον τελευταίο μήνα ως ενοικιαζόμενος υπάλληλος, τα πήγαινε φίνα. Και γιατί να μην τα πάει άλλωστε; Θα σταμάταγε ο κόσμος ν’ αγοράζει φασόλια και χαρτιά υγείας;
Ο ήχος του κουδουνιού τον έκανε να τιναχτεί. Όνειρο έβλεπε; Το κουδούνι ξαναχτύπησε παρατεταμένα.
«Ανοίγω» μούγκρισε τσαντισμένος. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα και ξεκλείδωσε. Η γριούλα που έμενε στο ισόγειο στεκόταν στην είσοδο:
«Σίμο σε ξύπνησα;» τον ρώτησε.
«Ναι, κοιμόμουν» δεν της χαρίστηκε ο Ριζάκης.
«Με συγχωρείς αγόρι μου αλλά θα ήθελα μια χάρη».
«Αν μπορώ» της είπε, με μια δόση περιέργειας στη φωνή του. Η γιαγιά τού ήταν πολύ
συμπαθής. Ήταν ογδόντα χρονών , μπορεί και παραπάνω, και όταν τη ρώταγαν το όνομά της απαντούσε με νάζι: «Καιτούλα». Τα ευγενικά χαρακτηριστικά του προσώπου της και τα γαλάζια της μάτια πρόδιδαν παλιές ομορφιές…
«Θα ήθελα να μου δανείσεις λίγο το κομπιουτεράκι σου. Έχεις ένα, δεν έχεις;»
«Ναι, κάπου έχω ένα. Περίμενε» την άφησε να στέκεται στην είσοδο και πήγε να ψάξει. Το ξετρύπωσε μέσα από ένα συρτάρι γεμάτο χαρτιά.
«Ορίστε» της το έτεινε αλλά έμεινε με το χέρι τεντωμένο. Η Καιτούλα τον κοίταξε ντροπαλά.
«Δεν ξέρω να το χρησιμοποιώ. Μπορείς να με βοηθήσεις;» του χαμογέλασε δειλά.
«Εντάξει» αναστέναξε ο Ριζάκης.
«Ευχαριστώ αγόρι μου. Πάμε κάτω».
Ο Σίμος πήρε τα κλειδιά, τράβηξε την πόρτα και την ακολούθησε στο ασανσέρ.
Μπαίνοντας στην ισόγεια γκαρσονιέρα τού έκαναν εντύπωση οι, γεμάτες νούμερα, κόλλες χαρτί , που βρίσκονταν παντού: στο τραπέζι του σαλονιού, στις καρέκλες, στον πάγκο της κουζίνας.
«Τι συμβαίνει Καιτούλα;» ρώτησε.
Η γιαγιά μάζεψε τα χαρτιά από τις καρέκλες και του έκανε νόημα να καθίσει.
«Είπαν στην τηλεόραση ότι τον Ιούλιο θα κόψουν κι άλλο τις συντάξεις. Και κάποιος είπε ότι θα τις ξανακόψουν αργότερα. Αλήθεια είναι;» τον ρώτησε.
Ο Ριζάκης δεν της απάντησε. Τι να της έλεγε;
«Έχω γράψει στα χαρτιά τα έξοδά μου. Για δες, να κάνουμε την πρόσθεση» τον παρακάλεσε.
Ο Σίμος κοίταξε προσεκτικά τα φύλλα. Σε μερικά υπήρχε επικεφαλίδα «Νίκος», σε άλλα «Αγγελική», σε άλλα «Εγώ». Η Καιτούλα είχε δυο παιδιά, την Αγγελική και τον Νίκο και μοίραζε τη σύνταξή της δια πέντε. Δυο μερίδια ο γιος της, που ήταν άνεργος, δυο η κόρη της που δούλευε για τρεις κι εξήντα και είχε παιδί και ένα για τον εαυτό της. Τρία σπίτια ζούσαν με τα λεφτά που έπαιρνε.
Πήρε ο Σίμος το κομπιουτεράκι και άρχισε τις προσθέσεις. Μετά, υπολόγισε την αφαίρεση του Ιουλίου…..Δεν προχώρησε σε άλλες αφαιρέσεις. Έτσι κι αλλιώς, από τον Ιούλιο κιόλας, δεν έβγαιναν τα νούμερα. Και τι να έκοβες; Τα φάρμακα της Καιτούλας ή το ενοίκιο της κόρης της;
«Τουλάχιστον αυτός ο νέος Υπουργός…Πως τον λένε; Γκίκας, έτσι δεν είναι; Μπορεί να είναι καλός άνθρωπος» έκανε η γιαγιά με μια λάμψη ελπίδας στο βλέμμα.
Ο Ριζάκης σταμάτησε τις πράξεις. Την κοίταξε. Σε λίγες μέρες οι Γκίκες θα χιμούσαν στις Καιτούλες για να γονατίσουν τελείως τις Αγγελικές και τους Νίκους. Και δεν ήταν θέμα ονομάτων. Ήταν θέμα χαριστικής βολής.
Έγραψε σ’ ένα χαρτάκι τα αθροίσματα, την χαιρέτισε και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Κάθισε στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ του σαλονιού του και άναψε τσιγάρο. Με τον καπνό που έβγαινε από το στόμα του σχημάτιζε κυκλάκια. Ολοστρόγγυλα μηδενικά. Έπιασε πέντε-έξι από αυτά και τα έβαλε στην τσέπη του. Έτσι, για να ‘χει.
Για τους λογαριασμούς του μέλλοντος...

Σχόλια